τυκάνιον

τυκάνιον
τὸ, Α [τυκάνη]
υποκορ. τ. τού τυκάνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τσουκάνι — και τσιουκάνι και τσοκάνι και τσόκανο, το, Ν 1. σφυρί 2. γλωσσίδι κουδούνας 3. κουδούνι που κρεμούν στον λαιμό τών βοσκημάτων 4. είδος αλωνιστικού οργάνου, δοκάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυκάνιον, υποκορ. τού τυκάνη* με μαλάκωμα του τ πριν από ι (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”